- παρακόλλημα
- τὸ, Α [παρακολλώ]1. αυτό που προσκολλάται πάνω σε κάτι και πιθ. κόσμημα από γλυπτό ξύλο προσκολλώμενο πάνω σε έπιπλο2. (για χορδή κολλημένη σε κύλινδρο) σφίξιμο3. είδος κολλυρίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακόλλημα — that which is glued on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολλήμασι — παρακόλλημα that which is glued on neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακολλήματα — παρακόλλημα that which is glued on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)